- θυμιαμάτων
- θῡμιᾱμάτων , θυμίαμαincenseneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
INGREDI Regnum — pro capessere, apud Virg. Aen. l. 8. ubi Evander Imperium in res Herruscas sibi delatum Aeveaelargitur, v. 511. et seqq. Tu, cuius et annis Et generi fatum indulget, quem Numina poscunt, Ingredere, ô Teucrûm atque Italûm fortissime ductor. An ab… … Hofmann J. Lexicon universale
θυμίαμα — και θυμίαμα, το (ΑΜ θυμίαμα, Α ιων. τ. θυμίημα, Μ και θυμίαμα) [θυμιώ] η ρητινώδης ύλη που καίεται κατά τις θρησκευτικές τελετές και αναδίδει ευώδεις αναθυμιάσεις, λιβάνι, λιβανωτό νεοελλ. 1. συνεκδ. θυμιάτισμα, λιβάνισμα, θυμίαση 2. μτφ. εγκώμιο … Dictionary of Greek
λιθογλυφία — Η τέχνη του σκαλίσματος και της χάραξης πολύτιμων λίθων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και πιο λεπτές μορφές της ανθρώπινης καλλιτεχνικής έκφρασης. Οι λίθοι που χρησιμοποιούνται στη λ. είναι πάρα πολλοί: ο αχάτης, ο αμέθυστος, ο χαλκηδόνιος, ο … Dictionary of Greek
υποθυμίαση — η / ὑποθυμίασις, άσεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑποθυμίησις, ήσεως, Α [ύποθυμιῶ] ο υποκαπνισμός μσν. παραγωγή καπνού με την καύση αρωματικών θυμιαμάτων … Dictionary of Greek
χρυσόκερως — ων, Α 1. (ως προσωνυμία τού Πανός και τής Σελήνης) αυτός που έχει χρυσά κέρατα 2. αυτός που έχει επιχρυσωμένα κέρατα («ταύρους χρυσόκερως παρασκευασάμενος καὶ θυμιαμάτων... πλῆθος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κερως (< κέρας), πρβλ.… … Dictionary of Greek
Αζαρίας — I Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Ιούδα (779 740 π.Χ.).Γιοςτου Αμασίου ή Αμεσσίου και της Ιεχελία. Αναφέρεται και ως Οζίας. Ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία 16 ετών. Η βασιλεία του υπήρξε καλή. Παραμέλησε, όμως, τα καθήκοντά του προς τον Θεό … Dictionary of Greek